- αρακάς
- οπαραλλαγή του φυτού μπιζελιού και του καρπού του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρακάς — ο [άρακος] βοτ. 1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι 2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα … Dictionary of Greek
άρακος — ἄρακος, ο (Α) είδος οσπρίου, αρακάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ. arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια] … Dictionary of Greek
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
οίκυλα — οἴκυλα, τὰ (Α) είδος δημητριακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., πιθ. συνδέεται με λατ. vicia «είδος κυάμου, αρακάς»] … Dictionary of Greek
χερσάρακος — ἡ, Α (ενν. γῆ) φτωχό, όχι εύφορο χωράφι, στο οποίο μόνο μπιζέλια μπορούν να καλλιεργηθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] … Dictionary of Greek
χορτάρακος — ἡ, Α 1. μίγμα από αρακά και χόρτα, το οποίο χρησίμευε ως ζωοτροφή 2. (ενν. γῆ) καλλιεργημένη γη που παράγει χόρτα και αρακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] … Dictionary of Greek
όσπριο — το (ΑΜ ὄσπριον, Α, δ. γρφ., ὄσπρεον) γενική κοινή ονομασία τών ξηρών εδώδιμων καρπών πολλών φυτών τής τάξης χεδρωπά, με μεγάλη θρεπτική αξία, όπως είναι η φακή, τα φασόλια, τα μπιζέλια ο αρακάς, τα ρεβίθια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τόσο η… … Dictionary of Greek
АРАКОС ПАНАГИИ ЦЕРКОВЬ — Церковь Панагии Аракос. До 1192 г. Церковь Панагии Аракос. До 1192 г. [Греч. Παναγίας τοῦ ̀ρδβλθυοτεΑρακος], в сев. вост. части гор Троодос, близ дер. Лагудера (Кипр); ранее (до 1192?) соборный храм (кафоликон) муж. мон ря, в наст. время… … Православная энциклопедия